- αγυρτευτής
- ἀγυρτευτής, ο (Μ) [ἀγυρτεύω]ο αγύρτης*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγυρτεύω — ἀγυρτεύω (AM) είμαι αγύρτης, ζω ζητιανεύοντας σαν αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγύρτης. ΠΑΡ. ἀγυρτεία μσν. ἀγυρτευτής] … Dictionary of Greek